- διαβολάνθρωπος
- ο1) хитрец; ловкач; 2) зловредный человек, дьявол, сатана
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
διαβολάνθρωπος — ο 1. άνθρωπος πανέξυπνος και δραστήριος: Οι επιτυχημένες επιχειρήσεις στηρίζονται σε διαβολανθρώπους. 2. άνθρωπος με πνεύμα κακό και μοχθηρό: Δεν έχει φίλους, γιατί είναι διαβολάνθρωπος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διαβολάνθρωπος — ο 1. άνθρωπος πανέξυπνος και υπερβολικά ενεργητικός 2. άνθρωπος σατανικός, μοχθηρός … Dictionary of Greek
άνθρωπος — Το ανθρώπινο ον, ο πιο εξελιγμένος οργανισμός που ζει στην υδρόγειο. Homo sapiens (ά. έμφρων ή λογικός)είναι ο επιστημονικός όρος, στη συστηματική ταξινόμηση διπλής ονομασίας για το γένος (homo, ά.)και το είδος (sapiens, λογικός)στο οποίο ανήκει… … Dictionary of Greek
διάβολος — I Κακό και βλαβερό πνεύμα, που εμφανίζεται σε όλες τις θρησκείες και είχε πλούσιες περιγραφές στην κλασική λογοτεχνία, στα κείμενα της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης και στα έργα παλαιών χριστιανών συγγραφέων. Η λέξη δ. σημαίνει συκοφάντης και… … Dictionary of Greek
διαβολεμένος — η, ο 1. (για τους ανθρώπους), διαβολάνθρωπος. 2. (για πράγματα), ιδιότητα σε πολύ μεγάλο βαθμό: Έχω μια διαβολεμένη πείνα! … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)